- μυκητίαση
- (Ιατρ.). Νόσος που οφείλεται στη δράση μυκήτων επί του ανθρώπινου οργανισμού ή επί κατοικίδιων κυρίως ζώων. Η συχνότερη και ελαφρότερη μ. είναι αυτή που προσβάλλει τις τρίχες (τριχοφυτίαση) και την επιδερμίδα (επιδερμοφυτίαση)· βαρύτερες είναι οι μ. που προσβάλλουν τον υποδόρειο ιστό και τα εσωτερικά όργανα. Οι μύκητες, επειδή στερούνται χλωροφύλλης, μπορούν να ζουν στο σκοτάδι και ως σαπρόφυτα σε βάρος οργανικών ουσιών του οργανισμού. Όταν προσβάλλουν έναν ιστό προκαλούν βλάβες που ονομάζονται γενικά κοκκιώματα ή μυκητώματα. Πρόκειται για αντίδραση του προσβληθέντος οργανισμού στη δράση του μύκητα, και η αντίδραση αυτή προκαλείται από τον σχηματισμό σωματιδίων ή κοκκίων διάφορου σχήματος και μεγέθους, που αποτελούνται από υφές ή μυκητιακά νήματα ή άλλα συστατικά των ίδιων των μυκήτων. Οι μ. πλήττουν κατά προτίμηση το δέρμα, το αυτί, τα νύχια, το μάτι, αλλά μπορεί να βρεθούν και σε άλλα μέρη του οργανισμού. Οι μύκητες εισέρχονται στον οργανισμό από διάφορες οδούς (δέρμα, διάφοροι βλεννογόνοι, όπως του στόματος, του κόλπου, πεπτικός σωλήνας, αναπνευστικές οδοί, πληγές διάφορου τύπου κ.ά.) και έτσι μπορεί να αναπτυχθούν στους πιο ποικίλους ιστούς και όργανα. Οι βλάβες που προκαλούνται έχουν συνήθως βραδεία εξέλιξη.
Μεταξύ των διάφορων μ. ιστών, η πιο γνωστή είναι η ακτινομυκητίαση: οφείλεται στη δράση του ακτινομύκητα ισραέλι, πολύ διαδεδομένου στη φύση (σε φυτά ή σε καλλιεργούμενα εδάφη), ο οποίος εισέρχεται στον ανθρώπινο οργανισμό με διάφορα ξένα σώματα· υπάρχει και στο στόμα του ανθρώπου, όπου σαπροφυτεί χωρίς να προκαλεί νόσο. Η εντόπιση της ακτινομυκητίασης ποικίλλει κατά πολύ· συχνότερα εντοπίζεται στην τραχηλοπροσωπική περιοχή και εμφανίζεται με μορφή κοκκιώματος σκληρής σύστασης, μικρών αποστημάτων και συριγγίων που περιέχουν ακτινομυκητικά κοκκία. Μια ιδιαίτερη εντόπιση μ. που οφείλεται σε διάφορους μύκητες είναι εκείνη των κάτω άκρων, όπου σχηματίζονται ευμεγέθεις παραμορφωτικές διογκώσεις· η πάθηση καλείται τότε «Μαδούρειος πους», επειδή συναντιέται με μεγάλη συχνότητα σ’ εκείνη την περιοχή των Ινδιών, ή αλλιώς «πόδι του αθλητή», επειδή παρουσιάζεται πολύ και σε αυτούς.
Άλλη σοβαρή μυκητιαστική πάθηση του δέρματος είναι η σπογγοειδής μ., που σχεδόν πάντα είναι θανατηφόρα και χαρακτηρίζεται από τον σχηματισμό σκληρών όγκων στο δέρμα, συχνά μεγάλου μεγέθους, η επιφάνεια των οποίων έχει χρώμα κόκκινο και συχνά καλύπτεται από εσχάρες. Ο θάνατος επέρχεται από κάποια παρεμπίπτουσα επιπλοκή: ο υπεύθυνος μύκητας είναι ακόμα άγνωστος. Επιφανειακές μ., σπανίως εξαπλούμενες κατά βάθος, μπορεί να προκληθούν από μύκητες του γένους candida - από αυτούς συχνά προσβάλλεται ο γυναικείος κόλπος (κολπίτιδες).
Στις μ. της επιδερμίδας και των τριχών ιδιαίτερα ευπαθή είναι τα παιδιά, στις καντιντιάσεις των νυχιών οι ζαχαροπλάστες και οι γυναίκες (χέρια συχνά υγρά), στις ακτινομυκητιάσεις οι αγρότες, στις μ. των ποδιών όσοι περπατούν με γυμνά πόδια.
Η θεραπεία των τριχο-δερματοφυτώσεων γίνεται με φάρμακα χημικά (ιωδιούχο κάλιο) και αντιβιοτικά αντιμυκητιακά (γκριζεοφουλβίνη), των καντιντιάσεων με νυσταντίνη, των εσωτερικών βαρειών μ. με αμφοτερισίνη-Β. Μεγάλα και σοβαρά μυκητώματα αφαιρούνται με χειρουργική επέμβαση.
* * *η1. (ιατρ. -κτην.) γενική ονομασία διαφόρων παρασιτικών νόσων που προκαλούνται από παθογόνους μικροσκοπικούς μύκητες και οι οποίες διακρίνονται σε επιπολής δερματικές, υποδόριες και εν τω βάθει2. (φυτοπαθ.) ασθένεια τών φυτών που εκδηλώνεται με αποξήρανση ή τοπική ασθένεια η οποία προσβάλλει κυρίως τα φύλλα, μερικές φορές όμως και τα σπέρματα, τους κονδύλους ή τους αποθηκευμένους καρπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης + κατάλ. -ίαση*. Η λ., στον λόγιο τ. μυκητίασις, μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Ορφανίδη].
Dictionary of Greek. 2013.